Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

1Q84 – Χαρούκι Μουρακάμι (Preview)


Γράφει η Μιρέλα Σταυρινού



Την περασμένη Πέμπτη κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία το τρίτο μέρος του πολυσυζητημένου έργου του Ιάπωνα ιδιοφυούς – κατά τη γνώμη μου – συγγραφέα. Ένα έργο αριστούργημα, αυτό μπορώ πλέον να το πω με σιγουριά, έχοντας ήδη διαβάσει τα δυο πρώτα μέρη. 

Την συνολική μου γνώμη και πολλά άλλα έντονα και πρωτόγνωρα συναισθήματα που μου προκάλεσε το έργο αυτό θα τα διαβάσετε εδώ στο MedleyProject μόνο εφόσον τελειώσει και η ανάγνωση του τρίτου μέρους.

Αλλά επειδή τα οπισθόφυλλα και των τριών βιβλίων είναι άκρως αποπροσανατολιστικά και ξενερωτικά, έως και αποτρεπτικά για να αγοράσει κανείς το βιβλίο αν δεν διαβάσει έστω τις 2-3 πρώτες σελίδες, (αλήθεια, μήπως οι εκδόσεις Ψυχογιός ανέθεσαν αυτή τη δουλειά στο πλέον ακατάλληλο άτομο ή μήπως σε κάποιον που δεν είχε καν διαβάσει το βιβλίο;), ας ρίξουμε μια ματιά σε μια ιστοριούλα… ένα παραμυθάκι που υπάρχει στο δεύτερο μέρος, με περιεχόμενο αρκετά χαρακτηριστικό…

Το στοιχείο του παραλόγου, μεταφυσικά χαρακτηριστικά, η μαγεία της καθημερινότητας, μια ύπουλη και ενίοτε μεθυστική αίσθηση εφιάλτη, και το περίφημο στοιχείο της εξαφάνισης… Μιας εξαφάνισης δίχως λόγο, την οποία συναντάμε και στα «Κουρδιστό Πουλί» και «Σπούτνικ Αγαπημένη» του ίδιου. Και φυσικά τα ταξίδια… ταξίδια για την ανακάλυψη του ίδιου μας του εαυτού.

Η πόλη των γάτων


«Ο νεαρός ταξίδευε μόνος του, με μια ταξιδιωτική τσάντα. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό του. Έπαιρνε το τρένο και κατέβαινε σε όποια στάση του κινούσε το ενδιαφέρον. Νοίκιαζε ένα δωμάτιο, έβλεπε τα αξιοθέατα, έμενε όσο ήθελε και μόλις βαριόταν, ξανάπαιρνε το τρένο. Έτσι περνούσε πάντα τις διακοπές του.

Κάποτε είδε από το παράθυρο του τρένου ένα όμορφο ποτάμι. Η κοίτη του φιδογύριζε στις παρυφές των χαμηλών λόφων και κάτω εκεί υπήρχε μια ήσυχη και συμπαθητική πόλη με μια παλιά πέτρινη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες. Βρήκε το σκηνικό ενδιαφέρον. Θα έχουν και νόστιμα ποταμίσια ψάρια να δοκιμάσω, σκέφτηκε ο νεαρός και μόλις το τρένο σταμάτησε στο σταθμό, κατέβηκε με την τσάντα του. Κανείς άλλος δεν κατέβηκε μαζί του. Το τρένο τον άφησε και αναχώρησε αμέσως.

Στο σταθμό δεν υπήρχε κανένας υπάλληλος. Ίσως να μην είχαν πολλή κίνηση. Ο νεαρός πέρασε τη γέφυρα και περπάτησε μέχρι την πόλη. Γύρω επικρατούσε μεγάλη ησυχία. Κανείς στους δρόμους. Όλα τα ρολά των καταστημάτων κατεβασμένα. Ψυχή στα δημοτικά γραφεία. Στο μοναδικό ξενοδοχείο δε βρήκε κανέναν στην υποδοχή. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν εμφανίστηκε κανείς, σαν μια ακατοίκητη χώρα. Ή μήπως όλοι οι κάτοικοι είχαν πέσει για τον μεσημεριανό τους ύπνο; Όμως η ώρα ήταν μόνο 10:30 το πρωί. Πολύ νωρίς για σιέστα. Πιθανόν οι κάτοικοι να είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Όπως και να ‘χε πάντως, το επόμενο τρένο θα ερχόταν την άλλη μέρα το πρωί. Οπότε, έπρεπε να διανυκτερεύσει εκεί. Αποφάσισε να περιπλανηθεί στην πόλη για να περάσει την ώρα του.

Τελικά, είχε έρθει σε μια γατούπολη. Μόλις έπεσε ο ήλιος, ένα κοπάδι γάτες διαφόρων ειδών και χρωμάτων ήρθε στην πόλη περνώντας από τη γέφυρα. Πιο μεγαλόσωμες από τις κοινές, αλλά γάτες πάντως. Ο νεαρός ξαφνιάστηκε που τις είδε. ‘Εφυγε τρέχοντας για το κέντρο της πόλης και σκαρφάλωσε στο καμπαναριό για να κρυφτεί. Οι γάτες, λες κι έκαναν κινήσεις ρουτίνας, άνοιξαν τα ρολά των καταστημάτων, κάθισαν στα δημοτικά γραφεία και άρχισαν να δουλεύουν. Έπειτα από λίγη ώρα, άλλο ένα κοπάδι γάτες έφτασε στην πόλη από τη γέφυρα. Αυτές μπήκαν στα μαγαζιά και ψώνισαν, πήγαν στα δημοτικά γραφεία να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις τους κι έφαγαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Κάθισαν στα ταβερνεία, ήπιαν μπύρα και έπαιζε ακορντεόν, ενώ διάφοροι άλλοι χόρευαν στο ρυθμό. Καθώς οι γάτες βλέπουν καλά τη νύχτα, δε χρειάζονταν σχεδόν καθόλου φως. Όπως εκείνη τη νύχτα, το ολόγιομο φεγγάρι έλουζε τα πάντα με το φως του κι έτσι ο νεαρός μπόρεσε να δει όλα με κάθε λεπτομέρεια από το καμπαναριό. Όταν πια κόντευε να χαράξει, οι γάτες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, τελείωσαν τις δουλειές τους, τα μάζεψαν και ξεχύθηκαν προς τη γέφυρα για να γυρίσουν εκεί απ’όπου είχαν έρθει. 

Το πρωί που οι γάτες είχαν φύγει και η πόλη ερήμωνε, ο νεαρός κατέβηκε από την κρυψώνα του, βρήκε ένα κρεβάτι στο ξενοδοχείο και έπεσε να κοιμηθεί. Όταν πείνασε, πήγε στην κουζίνα του ξενοδοχείου κι έφαγε το ψωμί και τα ψάρια που είχαν περισσέψει από την προηγούμενη. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, ξανανέβηκε στο καμπαναριό να κρυφτεί και παρατηρούσε τις γάτες ως την άλλη μέρα τα ξημερώματα. Τα τρένα σταματούσαν στο σταθμό πριν από το μεσημέρι και πριν το βράδυ. Αν έπαιρνε το πρωινό τρένο, μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του. Αν έπαιρνε το απογευματινό, θα επέστρεφε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Πάντως, δεν είδε κανέναν επιβάτη να κατεβαίνει ή να ανεβαίνει από το τρένο, μολονότι σταματούσαν κανονικά και αναχωρούσαν ύστερα από ένα λεπτό. Θα μπορούσε να πάρει το τρένο αν ήθελε να αφήσει πίσω του τη στοιχειωμένη Πόλη των γάτων, αλλά δεν το έκανε. Ήταν νέος και περίεργος, γεμάτος φιλοδοξίες και όρεξη για περιπέτεια. Ήθελε να δει την παράξενη Πόλη των γάτων από κάθε άποψη. (…)

Το βράδυ της τρίτης μέρας, άκουσε μια φασαρία κάτω στην πλατεία, γύρω από το καμπαναριό. «Εμένα πάντως, μου μυρίζει άνθρωπος», έλεγε ένας γάτος. «Τώρα που το λες, κάτι παράξενο μου μύριζε κι εμένα εδώ και λίγες μέρες», πρόσθεσε ένας άλλος και βάλθηκε να οσφραίνεται το χώρο με ζαρωμένη τη μουσούδα του. (…)  
 «Πολύ παράξενο», έκανε κάποιος άλλος. «Αφού δεν έρχονται άνθρωποι εδώ». (…)

Οι γάτες έφτιαξαν ομάδες περιφρούρησης και έψαξαν την πόλη σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν άργησαν λοιπόν να ανακαλύψουν πως η μυρωδιά ερχόταν από το καμπαναριό. Ο νεαρός άκουσε τις πατούσες τους να ανεβαίνουν τα σκαλιά «Τώρα τα παίζω όλα για όλα», σκέφτηκε. Πίστευε πως η ανθρώπινη μυρωδιά είχε ερεθίσει τις γάτες, τις είχε εξοργίσει. Είχαν μεγάλα και κοφτερά νύχια και άσπρους σουβλερούς κυνόδοντες. Και στην πόλη δεν υπήρχε άνθρωπος ούτε για δείγμα. Ο νεαρός δεν ήξερε τι τον περίμενε αν τον ανακάλυπταν. (…)

Τρεις γάτες ανέβηκαν το καμπαναριό και βάλθηκαν να οσφραίνονται τον αέρα ολόγυρα. «Παράξενο», είπε η μία «μυρίζω άνθρωπο, αλλά δε βλέπω κανέναν εδώ». «Όντως περίεργο», συμφώνησε η δεύτερη γάτα. «Όμως πραγματικά κανείς δεν είναι εδώ. Πάμε αλλού να ψάξουμε» (…)

Ο νεαρός αναστέναξε με ανακούφιση, αλλά κι αυτός δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει. Δεν μπορεί να μην τον είχαν δει, αφού είχαν έρθει κυριολεκτικά μύτη με μύτη σ’ έναν τόσο στενό χώρο. Και όμως οι γάτες για κάποιο λόγο φαίνεται πως δεν τον είδαν. Πέρασε το χέρι του μπροστά από τα μάτια του. «Ορίστε, το βλέπω καθαρά. Δεν είναι διαφανές. Μυστήριο. Πάντως, αύριο πρωί θα πάω στο σταθμό και θα πάρω το τρένο να φύγω από την πόλη.» (…)

Την επομένη όμως το τρένο δε σταμάτησε στο σταθμό. Το είδε να περνάει μπροστά από τα μάτια του και να φεύγει, χωρίς να κόβει ταχύτητα. Το ίδιο έγινε και με το απογευματινό τρένο. Είδε το μηχανοδηγό που καθόταν στη θέση το. Είδε και τα πρόσωπα των επιβατών από τα παράθυρα. Το τρένο όμως δεν έδειξε κανένα σημάδι πως θα σταματούσε.(…) Ο ήλιος άρχισε να πέφτε. Όπου να ‘ναι θα έρχονταν οι γάτες. Τότε κατάλαβε πως είχε χαθεί οριστικά. «Δεν είναι η Πόλη των γάτων εδώ», συνειδητοποίησε τελικά. Ήταν ο τόπος όπου του έμελε να χαθεί αμετάκλητα. Ένα μέρος που είχε ετοιμαστεί ειδικά γι’ αυτόν, ένα μέρος που δεν ανήκε στον κόσμο του. Και το τρένο που θα τον πήγαινε στον προηγούμενο κόσμο δε θα σταματούσε πια σ’ εκείνον το σταθμό στον αιώνα τον άπαντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: