Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

“Συγχώρεση” - Σώτη Τριανταφύλλου (Εκδόσεις Πατάκη, 2005)


Γράφει η Μιρέλα Σταυρινού



«Μ’ άρεσε που έγινα μητέρα. Το περίμενα να συμβεί από τότε που ήμουν μικρή. Θυμάμαι τους μήνες της εγκυμοσύνης σαν τη καλύτερη εποχή της ζωής μου. […]
Ήταν γλυκό κοριτσάκι, παρόλο που δεν του ‘λειπαν οι ιδιορρυθμίες: δεν έτρωγε. Στήναμε ολόκληρο τσίρκο για να καταπιεί μια μπουκιά. Ο Τζίμμυ ντυνόταν Ινδιάνος, χόρευε δήθεν τον χορό της βροχής, έβγαζε πολεμικές κραυγές «Ουγκ! Ουγκ!» για ν’ ανοίγει το στόμα της η Στέλλα και να της χώνω μέσα το φαί […]
Στο σχολείο τα ‘βγαζε πέρα μια χαρά. Μονάχα που όταν πρωτοπήγε στο νηπιαγωγείο, ήθελε να στέκομαι έξω από την αίθουσα, στον διάδρομο, και να περιμένω να τελειώσει το μάθημα. Κάθε τόσο έβγαζε το κεφάλι της απ’ την πόρτα για να βεβαιωθεί πως είμαι ακόμα εκεί. Ξεροστάλιαζα, αλλά τι να κάνω; […]
Ήταν ευτυχισμένο κοριτσάκι. Το δωμάτιό της έμοιαζε με κουκλόσπιτο. Δεν της έλειπε τίποτα, παρόλο που τα οικονομικά μας ήταν περιορισμένα. […]
Η δασκάλα της, η κυρία Κάρολυν, την είχε κρατήσει μετά το σχόλασμα για κατήχηση. Η Στέλλα είχε πει ‘γαμώτο’  και έπρεπε να ζητήσει συγνώμη από τον παπά του σχολείου. […] Το παιδί γύρισε στο σπίτι εκνευρισμένο. ‘Γαμώτο’, είπε, ‘μ’ έβαλε να γράψω εκατό φορές ότι δεν θα ξαναπώ ‘γαμώτο’!»

Εικόνες τόσο προσφιλείς σε μια μαμά, γραμμένες από μια συγγραφέα που δεν είναι μαμά και ούτε θέλησε ποτέ να γίνει, και που μάλιστα έχει κατά καιρούς κατηγορηθεί ότι εκφράζεται σε άρθρα της υποτιμητικά ως προς τη μητρότητα.

Ωστόσο οι περιγραφές της μικρής Στέλλας από την μητέρα της, Αντόνια, είναι η αποθέωση της αγάπης μιας μάνας για το μικρό της. Τόσο λιτές, τόσο κοινότοπες περιγραφές… Και ταυτόχρονα τόσο σπαρακτικές, αν σκεφτεί κανείς ότι κάτι τέτοια είναι που θυμόμαστε με νοσταλγία από τη νηπιακή ηλικία των παιδιών μας όταν αυτά έχουν πια μεγαλώσει…

Μόνο που αυτή η ιστορία ευτυχισμένης μητρότητας και οικογενειακής ζωής, κάπου εκεί στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’90, δεν μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι.

«Στις 20 Οκτωβρίου 1994 η Στέλλα δεν γύρισε από το σχολείο».

Εδώ αρχίζει ο Γολγοθάς της Αντόνια, μέσα σε γραφειοκρατικές καταστάσεις («Η αστυνομία θεωρεί ένα παιδί εξαφανισθέν μόνο άμα περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες από τότε που αγνοείται η τύχη του – μπορεί και σαράντα οχτώ – δεν θυμάμαι.») και τραγική απόγνωση («έκλαιγα με αναφιλητά κι έκανα εμετό, χτυπούσα το κεφάλι μου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας… δεν κοιμόμουν καθόλου… κάθε ξημέρωμα τηλεφωνούσα στην αστυνομία και είχα καταντήσει ενοχλητική»).

Σας θυμίζει Αμερικανική τηλεταινία; Καμία σχέση. Γιατί εδώ οι γονείς δεν πορεύονται χέρι-χέρι στον πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη αγώνα να ξαναβρούν το σπλάχνο τους .Εδώ κοιμούνται χωριστά, υποφέρουν παράλληλα και βουβά, εδώ ο σύζυγος δεν φιλά τη γυναίκα του τρυφερά τις νύχτες και ούτε της ψιθυρίζει στο αυτί ότι «όλα θα πάνε καλά». Μόνο την εγκαταλείπει και… τα υπόλοιπα θα τα διαβάσετε – απνευστί, σας το εγγυώμαι – στις 120 σελίδες της «Συγχώρεσης».

Η «Συγχώρεση» δεν είναι ο μονόλογος μιας μάνας που συγχωρεί τον φονιά του παιδιού της. Αν ήταν έτσι, δεν θα το έπαιρνα στα σοβαρά το βιβλίο.
Η Αντόνια δεν συγχωρεί. Ούτε ξεχνά – δεν θα μπορούσε άλλωστε. Ούτε είναι καλή και τυπική Χριστιανή – είναι ολοφάνερο πως έχει χάσει την πίστη της σε όλους και σε όλα εκτός από την πραγματική Αγάπη, αφού αυτή παραμένει πάντα στην ψυχή της.
Αλλά δεν κατανοεί τον δολοφόνο της μονάκριβης κόρης της. Ούτε καν προσπαθεί να τον κατανοήσει. Το μόνο που κατανοεί είναι την τραγική μοίρα των ανθρώπων, την κοινή μας κατάρα να σημαδευόμαστε από το παρελθόν μας, ενδεχομένως το νοσηρό κοινωνικό περιβάλλον που μεγαλώσαμε, ίσως και μια οικογένεια που απέχει πολύ από το πρότυπο της «Αγίας Αμερικανικής οικογένειας». Όλα αυτά που κάνουν την ψυχή μαύρη και μπορεί να οδηγήσουν σε πλείστα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας.

Το ζήτημα «υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής» τίθεται μέσω των σελίδων του βιβλίου μόνο ως δευτερεύον. Τελικά σημασία δεν έχει αν η Αντόνια – σε αντίθεση με τους γονείς άλλων δολοφονημένων παιδιών – δεν θεωρεί ότι θα βρει τη λύτρωση αν εκτελεστεί ο εγκληματίας, σημασία έχει ότι μια Πολιτεία που καταδικάζει το χύσιμο αίματος γίνεται και η ίδια φονιάς και μάλιστα με τεχνικές πιο βάναυσες κι από τις τεχνικές ενός κοινού δολοφόνου.
Σε τελική ανάλυση, πώς είναι δυνατόν μια τρυφερή μάνα που μεγάλωνε το παιδάκι της προστατεύοντάς το από την «πονηριά» και τα «στραβά» αυτού του κόσμου να αντλήσει ευχαρίστηση όταν μπροστά από ένα τζάμι θα παρακολουθεί έναν άλλο βασανισμένο και χτυπημένο από την μοίρα άνθρωπο να εκτελείται;

Τελικά ποιος είναι το θύμα ποιανού; 

  
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε το 1957 και φοίτησε στο Αρσάκειο Ψυχικού. Σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιστορία και Πολιτισμό στο Παρίσι και Ιστορία της Αμερικάνικης Πόλης στη Νέα Υόρκη. Έπειτα αποφοίτησε από τη Γαλλική Φιλολογία Αθηνών. Έχει κάνει μεταφράσεις, επιμέλειες εκδόσεων και έχει διδάξει Ιστορία του Κινηματογράφου.

Η σελίδα με το βιογραφικό της στη Βικιπαίδεια αναφέρει:
«Στις 2 Νοεμβρίου 2009 δέχθηκε επίθεση με αβγά από ομάδα αντιεξουσιαστών, κατά την παρουσίαση του βιβλίου της "Ο χρόνος πάλι". Οι νεαροί της ζήτησαν να αποχωρήσει και να παρουσιάζει τα βιβλία της στο Κολωνάκι, ενώ η ίδια δήλωσε: "Η ενέργεια δείχνει το κοινωνικό μίσος που θεωρείται επαναστατικό, ενώ είναι συντηρητικό".»

Δεν υπάρχουν σχόλια: