Γράφει η Μιρέλα Σταυρινού
«Μια
σπαρακτική κωμωδία», έτσι διαφημίζεται από τον θίασο.
Θα
μπορούσε να είναι, αν δεν είχε καταστραφεί από την εδώ παρουσίαση.
Ή
αλλιώς… πώς μπορεί μια μη εμπνευσμένη σκηνοθεσία και 3 ηθοποιοί που παίζουν
όπως ο καθένας νομίζει να μετατρέψουν ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό κείμενο σε…
θεατρικό φιάσκο;
Ας
εξηγήσω την άποψή μου.
ΤΟ ΕΡΓΟ:
Η
Μπη (Από το Μπεατρίς) είναι μια κοπέλα καθηλωμένη στο κρεβάτι λόγω εγκεφαλικής
παράλυσης.
Αυτό
που παρακολουθούμε επί σκηνής είναι η ζωή μέσα στο κεφάλι της.
Μια
όμορφη, γλυκιά ζωή όπου το κορίτσι χορεύει τραγούδια της Μαντόνα χοροπηδώντας
στο δωμάτιό της, κάνει έρωτα, γελά, απολαμβάνει τη νιότη, αστειεύεται με τον
Ρέι, τον νεαρό και αντισυμβατικό νοσοκόμο που την φροντίζει…
Ενώ
η πραγματικότητα είναι πολύ ζοφερή. Η Μπι θέλει απλά να πεθάνει. Αυτό που μένει
είναι να πείσει την βασανιστικά αισιόδοξη μητέρα της ότι αυτό που βιώνει είναι
ένα ατελείωτο βασανιστήριο…
Το
τέχνασμα «εσωτερικός κόσμος που παρουσιάζεται επί σκηνής σαν αντικειμενική
πραγματικότητα» είναι άκρως ενδιαφέρον όσο και «επικίνδυνο», εφόσον μπερδεύει
εύκολα τον θεατή. Είναι στο χέρι του σκηνοθέτη να αποδώσει το κείμενο όσο πιο
ξεκάθαρα γίνεται, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε ή δεν επιδίωξε να κάνει εδώ η
Φαίη Τζανετοπούλου. Δεν σας κρύβω ότι μέχρι να τελειώσει η παράσταση έσπαγα το
κεφάλι μου να καταλάβω από τι ακριβώς έπασχε η Μπη, πότε παρακολουθούσαμε την
πραγματικότητα και πότε την μέσα-στο-κεφάλι-της ζωή…
Και
γιατί σε τελική ανάλυση να σπάει το κεφάλι του ο θεατής; Το θέμα είναι να έχεις
καταλάβει το τι ακριβώς συνέβη και να συγκινείσαι από την παράσταση.
Και
έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας Mick Gordon δεν φταίει γι’αυτό, γιατί το έργο
κατά καιρούς και συγκινητικό ήταν και δυνατά συναισθήματα μπορούσαν να
προκαλέσουν οι γραμμές του, εφόσον βέβαια έβγαιναν από τα σωστά χείλη και με
τον σωστό τρόπο…
ΤΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ…
Στο
πρόγραμμα της παράστασης (μικροσκοπικό και χωρίς πολλές πληροφορίες, αν και
κοστίζει 5 ευρώ), διαβάζουμε τα εξής:
«Η Μπη είναι ένα κορίτσι ζωντανό,
αφοπλιστικό, ευφυές, και μερικές φορές επιθετικό. Είναι ένα κορίτσι που
συνομιλεί με τους γύρω της μέσα από τον Εσωτερικό Εαυτό της, διεκδικώντας
ταυτόχρονα το δικαίωμα της απελευθέρωσης των ορίων που η ίδια η Ζωή της έχει
επιβάλει. Ζητάει από τη μητέρα της κάτι που κανένας γονιός δεν θα ήθελε να του
ζητήσει το παιδί του…
Η Κάθριν, η μητέρα της Μπη, αρνείται
την πραγματικότητα. Αρνείται να κατανοήσει την ρεαλιστική ζωή της κόρης της.
Ζει με την εικόνα που έχει κρατήσει μέσα της, τότε που, χρόνια πριν, την
κατέβασε από την ψηλή μηλιά που υπήρχε στον κήπο του σπιτιού τους… - τότε τα
κατάφερε… τώρα;
Πώς γίνεται ένα κείμενο που διεισδύει
τόσο βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή να έχει ανάλαφρη χροιά και ένα μπρίο που δύσκολα
το συναντά κανείς ακόμα και στα έργα που έχουν αμιγώς αυτό το στόχο;
Για την απάντηση πρέπει να στραφούμε
στο συγγραφέα Mick Gordon και στο μαγικό τρόπο με τον οποίο τολμά να
αντιμετωπίσει τη ζωή και το θάνατο: Δεν τα οριοθετεί, δεν τα ξεχωρίζει, τα
αναμειγνύει σαν το ένα να προκύπτει από το άλλο και αντίστροφα».
Εύστοχα
όλα αυτά που γράφουν η σκηνοθέτιδα και οι μεταφράστριες, αλλά δυστυχώς δεν τα
βλέπουμε στη δική τους παράσταση. Ούτε μπρίο καταφέρνει να βγει ούτε πικρό
χιούμορ, ούτε καν συγκίνηση, πράγμα που θα ήταν και πιο εύκολο. Ίσως τελικά η
σκηνοθέτιδα να επαναπαύτηκε στη δύναμη του κειμένου και να πίστευε ότι δεν
χρειάζεται να γίνουν και πολλά από μέρους της. Σφάλμα…
ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ:
Κατ’
αρχάς αξίζει να αναφερθεί ότι σπάνια έχω στο θέατρο συναντήσει τόσο κακή
«επικοινωνία» μεταξύ των ηθοποιών ως χαρακτήρων του έργου. Λες και παίζει ο
καθένας για την πάρτη του, χωρίς να απευθύνεται στον απέναντί του. Ατελείωτοι
μονόλογοι χωρίς ουσία χάνονταν μέσα σε λόγια που έπρεπε να είναι μέρη ενός
διαλόγου.
Τη
Ναταλία Στυλιανού (Μπη) την είχα ξαναδεί μόνο στον κινηματογράφο, σε ρόλους
τελείως διαφορετικούς. Εδώ ομολογώ ότι ούρλιαζε αρκετά χωρίς πολλές φορές να
καταλαβαίνει και η ίδια τι λέει και γιατί το λέει – επιμένω ότι η σκηνοθέτιδα
θα έπρεπε να της είχε εξηγήσει το νόημα της κάθε φράσης. Δεν την ένιωσε την
πραγματική Μπη, δεν την κατάλαβε. Και είναι κρίμα. Μια χαμένη ευκαιρία.
Ο
Φώτης Σπύρος (νοσοκόμος Ρέη) ήταν… ο Φώτης Σπύρος από το «Δύο Ξένοι» το «Θα σε
δω στο πλοίο» και δεν ξέρω κι εγώ ποιο άλλο σίριαλ έχει συμμετάσχει τα
τελευταία 15 χρόνια. Δηλαδή ερμήνευσε το ρόλο όπως έχει ερμηνεύσει ένα σωρό
άλλους. Και πάλι δεν τον κατάλαβε τον περίεργο, αινιγματικό, νευρικό, κρυφά
πληγωμένο Ρέη. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία…
Η
Πέπη Οικονομοπούλου (Μητέρα) είναι λες και παίζει σε άλλο έργο. Πιο γειωμένη
ερμηνεία, πιο εσωτερική, χωρίς μούτες, ουρλιαχτά και ξεσπάσματα. Προφανώς είναι
εξαιρετική ηθοποιός και θα το είχε αποδείξει και εδώ, με μια σωστότερη
σκηνοθετική καθοδήγηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Τα
καθίσματα του θεάτρου είναι μακράν τα πιο απαράδεκτα καθίσματα που έχω ανεχτεί
ποτέ. Στην κυριολεξία αδύνατο να χωρέσουν πόδια ανθρώπου άνω των 5 ετών.
Ασέβεια προς τον θεατή.
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ:
Θέατρο
Παραμυθίας
Παραμυθιάς
27, Μεταξουργείο
Δευτέρα
και Τρίτη, 22:15
Εισιτήριο:
10 ευρώ
Διάρκεια:
105’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου