Γράφει η Μιρέλα Σταυρινού
Έφυγε
πρόωρα ένας μεγάλος σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας ακούραστος εργάτης του
Θεάτρου.
Την Μεγάλη Πέμπτη το Θέατρο στην
Ελλάδα φτώχυνε πολύ.
Σήμερα από τις 12 το μεσημέρι έως
τις 4 το απόγευμα η σωρός του Λευτέρη Βογιατζή εκτίθεται για λαϊκό προσκύνημα
στο «σπίτι» του, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, και αμέσως μετά θα γίνει η
πολιτική του κηδεία στο Α’ Νεκροταφείο.
Δεν γνώριζα ότι έπασχε από καρκίνο,
οπότε εμένα μου ήρθε ξαφνικός ο χαμός του. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία
του υπόκλιση ενώπιον του κοινού που τον αγάπησε όλα αυτά τα χρόνια την έκανε
τον περασμένο Αύγουστο στον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου, στην Επίδαυρο, ενώ
σκόπευε να επιστρέψει στις 8 Απριλίου με το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ,
παραστάσεις οι οποίες αναβλήθηκαν λόγω αδιαθεσίας και δυστυχώς έμελλε να μην
πραγματοποιηθούν ποτέ…
Αλλά ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη
αναδρομή στην καλλιτεχνική του πορεία:
Γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1945 και,
ο ίδιος είχε δηλώσει τα εξής για την παιδική του ηλικία: «Δεν πολυέβγαινα απ’ το σπίτι. Αν πήγαινα δυο τετράγωνα παρακάτω,
νόμιζα ότι πήγαινα δεν ξέρω κι εγώ πού. Κινδύνευα πολλές φορές να μη βρω το
σπίτι μου, ενώ ήμουνα στον ίδιο δρόμο…
Επιφανειακά
ήμουν ένα παιδί με αρχές, φόβους και ανατροφή. Αλλά διαφορετικό από κάτω.»
Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη
Βιέννη και αποφοίτησε από τη δραματική σχολή Κ. Μιχαηλίδη.
«Δεν
κατάλαβα ποτέ πώς έφτασα στη δουλειά που κάνω. Δεν ήταν κάτι που επιδίωκα
φανερά. Αν το ήξερα πως αυτό ήθελα να κάνω, θα με χάλαγε. Οτιδήποτε, αν το
ήξερα από πριν, με χάλαγε. Έπρεπε να πηγαίνω κάπου επειδή κάτι με οδηγεί. Πρώτη
φορά έπαιξα μετά τον στρατό. Δεν ήταν κάτι που ήθελα. Με σπρώξανε. Ίσως
φοβόμουνα την απόρριψη και την αποτυχία.
Η πρώτη παράσταση που έπαιξα ήταν στο Ανοιχτό Θέατρο, που ήταν τότε εκεί που βρίσκεται τώρα το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Ήταν η κατά Γιώργο Μιχαηλίδη ιστορία του Βόιτσεκ, που ονομαζόταν Τα οράματα του Μπίχνερ». Μετά δούλεψα με το Αμφιθέατρο, ενώ ήταν να πάω στο Τέχνης. Λάτρευα τον Κουν και με λάτρευε, αλλά δεν συνεργαστήκαμε ποτέ. Τώρα, άμα κάτσω και το σκεφτώ, μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανα. Μετά, έμεινα στο Αμφιθέατρο, στη συνέχεια στην επιθεώρηση με τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου, μετά στη Λαμπέτη και μετά έγινε η Σκηνή. Τέλος, έγινε Η νέα Σκηνή, όπως νέα ζωή.»
Η πρώτη παράσταση που έπαιξα ήταν στο Ανοιχτό Θέατρο, που ήταν τότε εκεί που βρίσκεται τώρα το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Ήταν η κατά Γιώργο Μιχαηλίδη ιστορία του Βόιτσεκ, που ονομαζόταν Τα οράματα του Μπίχνερ». Μετά δούλεψα με το Αμφιθέατρο, ενώ ήταν να πάω στο Τέχνης. Λάτρευα τον Κουν και με λάτρευε, αλλά δεν συνεργαστήκαμε ποτέ. Τώρα, άμα κάτσω και το σκεφτώ, μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανα. Μετά, έμεινα στο Αμφιθέατρο, στη συνέχεια στην επιθεώρηση με τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου, μετά στη Λαμπέτη και μετά έγινε η Σκηνή. Τέλος, έγινε Η νέα Σκηνή, όπως νέα ζωή.»
Το 1988 ίδρυσε τη «Νέα Σκηνή», όπου
με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο:
κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.
Παράλληλα, το 1989, στην απαρχή της
ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου
Δράματος, σκηνοθετώντας την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου,
όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου».
Με τους μαθητές του εργαστηρίου,
συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία
του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία
«Κατσούρμπος», του Γ. Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το
1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των
Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά, «Με δύναμη από την Κηφισιά».
Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις
όπως: «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου (1996), «Ελένη» του Ευριπίδη, «Η νύχτα της
κουκουβάγιας» του Γιώργου Διαλεγμένου (1998) για την οποία τιμήθηκε με το
βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης» και το βραβείο Κάρολος Κουν, βραβείο της
Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών, «Οι Πέρσες» του Αισχύλου (1999), «Τέφρα και
σκιά» του Χάρολντ Πίντερ (2000).
Το
2001 ανεβάζει για
πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το «Καθαροί πια», όπου κρατά τον ρόλο του
Τίνκερ. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σ' εσάς που με
ακούτε» και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην, το «Crave» (Λαχταρώ).
Ακολουθεί το 2004, ένας δεύτερος
Μολιέρος, «Το Σχολείο των γυναικών».Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε σ' ένα ακόμα
έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το «Bella Venezia», για το οποίο απέσπασε το
βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν.
Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ
Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ενώ το
καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ.
Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ.
Σκεύα, ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην «Ήμερη» του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν
τρία θεατρικά έργα: το «Υστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ, το «Θερμοκήπιο»
του Χάρολντ Πίντερ και «Ο Τόκος» του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί
και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Εγώ προσωπικά είχα παρακολουθήσει το
εξαιρετικό «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν σε δική του σκηνοθεσία, όπου ερμήνευε ο
ίδιος και μια από τις τέσσερεις ιδιαίτερες «φωνές» του σπαραχτικού
κατακερματισμένου κειμένου της Βρετανίδας συγγραφέα.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2004, είχα
την τύχη να παρακολουθήσω το «Σχολείο των Γυναικών» του Μολιέρου. Και λέω «είχα
την τύχη» όχι μόνο επειδή ήταν αξιομνημόνευτη παράσταση με πλήθος
υποδειγματικών ερμηνειών και έξυπνα σκηνοθετικά ευρήματα, αλλά και γιατί – θα
το ξέρουν αυτό πολλοί θεατρόφιλοι – το να βρεις εισιτήριο σε παράσταση του
Λευτέρη Βογιατζή ήταν αρκετά δύσκολο. Έπρεπε να περιμένεις με τις ώρες στην
ουρά του ταμείου του θεάτρου, αλλά το αποτέλεσμα πάντα σε αντέμειβε και με το
παραπάνω.
Τον καιρό που εργαζόμουν στο θέατρο
ως βοηθός σκηνοθέτη, κυκλοφορούσαν σαν ανέκδοτα διάφορες φήμες περί του πόσο
απαιτητικός σκηνοθέτης ήταν, πόσο «βασάνιζε» τους ηθοποιούς του, πόσο τους
έκανε να φτάσουν στα όριά τους ως επαγγελματίες αλλά και ως προσωπικότητες,
αλλά στο τέλος έφταναν όλοι να τον ευγνωμονούν για το ανεκτίμητο «μάθημα» που
τους είχε διδάξει…
«Η
τελειομανία είναι συχνά κάτι στείρο. Γι’ αυτό δεν είναι σωστή λέξη γι’
ανθρώπους που πραγματικά επιθυμούν να προχωρήσουν. Αλλά έχει όντως αρχίσει να
καταντάει κάτι αρνητικό, ενώ είναι θετικότατο. Επειδή το αναφέρουν αρκετές
φορές για μένα, σημασία έχει να σκέφτεσαι ποιοι είναι αυτοί που το γράφουν και
γιατί. Δεν έχει σημασία να σκέφτεσαι αυτό που λένε. Αυτό είναι μια ευκολία.
Παλιά με ενοχλούσαν αυτά που έγραφαν. Επειδή ήμουν πιο ανασφαλής. Τώρα δεν με νοιάζει,
γιατί δεν θα με βάλει σε μια τέτοια ιστορία κάποιος που είναι τόσο μακριά από
τα πράγματα.»
Για όσους – δυστυχώς – δεν είχαν την
ευκαιρία να παρακολουθήσουν κάποια από τις παραστάσεις του που ήταν πραγματικά
διαμάντια και ανέβαζαν πολύ τον πήχη στο ελληνικό θέατρο, αξίζει νομίζω να
ρίξετε μια ματιά στο αφιέρωμα που του έγινε στο παρελθόν από την εκπομπή της
ΕΡΤ «Παρασκήνιο»:
Περιπλανώμενη ανάμεσα σε φωτογραφίες
του, βιογραφικά του και αφιερώματα, έπεσα και στα εξής λόγια του, αναφερόμενος
στην καθημερινή του ζωή (με συγκίνησαν, δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω το
γιατί): «Κοιμάμαι αργά, ξυπνώ αργά και
χάνω τη μέρα. Φεύγω από το θέατρο, πηγαίνω σπίτι και δεν κάνω τίποτα. Την
τηλεόραση την κατέστρεψε η καταιγίδα, να διαβάσω δεν μπορώ χρόνια τώρα, ούτε τη
μεγάλη μου αγάπη, μυθιστορήματα. Δεν παίρνω χάπια γιατί το έκανα κάποτε με
ολέθριο αποτέλεσμα. Αντί να κοιμηθώ, έμεινα ξύπνιος σε κατάσταση υπνηλίας να
κυνηγάω τον γάτο. Δεν θα υπήρχα χωρίς αυτόν. Εκείνος όμως δεν με εκτιμά
καθόλου. Με παιδεύει. Ετοιμάζομαι, ας πούμε, για την Ανδρο. Τον φωνάζω, έχω
ψάξει σ’ όλο τον Λυκαβηττό, έχω χάσει δύο πλοία, τίποτα. Τον βρίσκω σ’ ένα από
τα μπαλκόνια μέσα στη γλάστρα να με κοιτάζει ασυγκίνητος. Είναι ο Φανερωμένος
επειδή τον βρήκα μωρό, με υποκοριστικό Φανερούλης»…
Και ανάμεσα σε πλείστες συνεντεύξεις
του, κάτι που είπε περί τέχνης, λόγια που σε πολλούς φίλους θα θυμίσουν τις
ιδέες του Ταρκόφσκι, οι οποίες αντιτίθενται στις ψευτομοντέρνες απόψεις περί
δήθεν πλήρους ελευθερίας της τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας: «Μου αρέσουν περισσότερο οι πρόβες από την
παράσταση. Όλη αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης. Σε ενδιαφέρει να δεις πού
βρίσκεσαι, τι κάνεις, τι κάνουν οι άλλοι. Να αποκτήσεις αυτή την ευχαρίστηση
που είναι μια πολύ μυστήρια έννοια, εφόσον μπορεί να τη νιώθουν και οι
ατάλαντοι. Τι σημαίνει, όμως, ευχαρίστηση; Το ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι
θέλουμε; Όμως όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε - και τότε ακριβώς
είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Αλλιώς, είμαστε ασύδοτοι.
Βεβαίως,
θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο να σου πω να κάνεις αυτό ακριβώς. Στη χώρα μας
και στον χώρο μας υπάρχει αυτή η υποκειμενική δυσκολία τού να ξέρεις ότι
χρειάζεται να δουλέψεις. Δουλεύω σημαίνει μπαίνω σε περιοχές που δεν τις
κατέχω. Βλέπω κάποιους ηθοποιούς στην τηλεόραση, που υποτίθεται ότι έχουν
ταλέντο, και παραμένουν αναλλοίωτοι. Εντάξει, στην τηλεόραση δεν σου ζητάνε και
τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά έτσι αρχίζεις και συνηθίζεις το να μη σου ζητάνε.
Είναι όπως λέγανε παλιά για μια γνωστή ηθοποιό: «Μην κοιτάς που παίζει έτσι
στην παράσταση, στις πρόβες είναι εκπληκτική. Αλλά στην παράσταση αναγκάζεται
να προσαρμοστεί σε αυτό που θέλει το κοινό». Δεν μπορεί να ισχύει αυτό το
πράγμα. Αν αποφασίσεις να είσαι καλός, δεν μπορείς να κάνεις ύστερα εκπτώσεις.»
Όταν προ ημερών πληροφορήθηκα τον
θάνατό του από την τηλεόραση, έγραψα μήνυμα σε έναν καλό μου φίλο «Κρίμα.
Φεύγουν οι καλοί, παραμένουν οι φελλοί.» Το έγραψα αυτό επηρεασμένη από το
μαύρο κλίμα της κρίσης – οικονομικής αλλά και αξιών – που όλοι λίγο-πολύ
βιώνουμε.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι η Ιστορία –
και των Εθνών αλλά και της Τέχνης – επαναλαμβάνεται. Επομένως ποτέ δεν παύω να
αισιοδοξώ.
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο και γεμάτο αφιέρωμα...
Δημοσίευση σχολίου